Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εἰς ὅτε κεν

См. также в других словарях:

  • όταν — και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα) (χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη) 1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.) 2. (με καθαρά υποθετ. σημασία)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»